ἑλκώσεων

ἑλκώσεων
ἑλκώσεω̆ν , ἕλκωσις
ulceration
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακτινοδερματίτιδα — Αλλοίωση του δέρματος, πρόσφατη (πρώιμο στάδιο) ή παλαιά (όψιμο στάδιο) που οφείλεται είτε στην ακτινοβολία μιας θέσης του δέρματος σε μεγάλες δόσεις για θεραπευτικούς σκοπούς είτε στη συνεχή ακτινοβολία (επαγγελματική α.) με ακτίνες Ρέντγκεν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”